- μυρρινίτης
- μυρρῐν-ίτης [ῑτ], ου, ὁ,A = μυρσινίτης, dub. cj. in Ael.VH 12.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρρινίτης — μυρρινίτης, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. μυρσινίτης … Dictionary of Greek
μυρσινίτης — ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης) 1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη 2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης 3. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μυρρ ίτης)] … Dictionary of Greek